ἀετώνυχον

ἀετώνυχον
ἀετώνυχον, τό,
A = λιθόσπερμον, Dsc.3.141; = κῆμος, Ps.-Dsc.4.133: cf. [full] ἀετόνυχες· βοτάνη, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αετώνυχον — ἀετώνυχον, το (Α) βλ. αετόνυχος …   Dictionary of Greek

  • ἀετώνυχον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀετωνύχου — ἀετώνυχον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αετόνυχος — και αετόνυχας, ο (Α ἀετώνυχον, το και στον Ησύχιο ἀετόνυχες) νεοελλ. 1. το φυτό Gnaphalium sylvaticum τής τάξης τών Συνθέτων (Compositae), βότανο για τη θεραπεία τής τριχοπτώσεως 2. το αετονύχι αρχ. 1. το λιθόσπερμο* 2. κατά τον Ησύχιο, «βοτάνη» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”